Η Κιάφα, ή κάστρο της Κιάφας, ή αργότερα φρούριο της Κιάφας, ή φρούριο του Σουλίου, υπήρξε ένα από τα θρυλικά και ηρωικά καστροχώρια των Σουλιωτών και της ανένταχτης και αυτόνομης Σουλιώτικης Συμπολιτείας κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Βρίσκεται στην περιοχή του Σουλίου, σε υψόμετρο 460 μ., επί της κορυφής ιδιαίτερα απόκρημνου λόφου απέναντι από το Κούγκι και μεταξύ του Αβαρίκου και της Σαμωνίδας. Οι Σουλιώτες φερόμενοι ως χριστιανικός δίγλωσσος λαός με ελληνική συνείδηση, μετά το θάνατο του Σκεντέρμπεη στον αγώνα του οποίου υπήρξαν σύμμαχοί του, προκειμένου ν΄ αποφύγουν στη συνέχεια τις θηριωδίες των Οθωμανών κατήλθαν από την περιοχή του Αργυρόκαστρου όπου διέμεναν, στη νότια Ήπειρο, περί το 1550, όπου και εγκαταστάθηκαν στην βραχώδη, δύσβατη, άδενδρη και άνυδρη περιοχή, μεταξύ των ορέων Μούργκα (1340 μ.), Τούρλια (1.082 μ.) και Ζαμβρούχου (1317 μ.), παρά τη συμβολή του ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του Τσαγκαριώτικο. Στην ιδιαίτερα δύσβατη αυτή περιοχή και επί απόκρημνων υψωμάτων δημιουργήθηκαν το Σούλι, ή Κακοσούλι, (απ΄ όπου και η ονομασία στη συνέχεια αυτών των φυγάδων), η Κιάφα, το Αβαρίκο και η Σαμωνίδα που απετέλεσαν το αρχικό σουλιώτικο τεράκωμο που με τις οχυρώσεις του δέσποζε στη συνέχεια της ιδιόρρυθμης συμπολιτείας.
Η Κιάφα, που καταλήγει στο γκρεμό της «Ντάπιας του Νότη». στα 250 χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 1803 αναδείχθηκε σε πανελλήνιο σύμβολο ανδρείας, ηρωισμού και αντίστασης της ακαταμάχητης “σουλιώτικης ψυχής”. Είναι γενικά παραδεκτό πως καμία άλλη περιοχή της Ελλάδας δεν δέχθηκε τόσες πολλές εκστρατείες για υποταγή όσο η περιοχή του Σουλίου., όπως αυτές που σημειώθηκαν κατά τα έτη 1721, 1731, 1754, 1759, 1762, 1772, 1775, καθώς και επί Αλή πασά τρεις ακόμα μεγάλες εκστρατείες το 1788, 1789 και το 1800. Σ΄ όλες αυτές τις εκστρατείες η Κιάφα απετέλεσε τον αντικειμενικό στόχο των Οθωμανών κατακτητών χωρίς όμως καμία επιτυχία. Τελικά η Κιάφα, χωρίς ποτέ να καταληφθεί από τους Οθωμανούς, πέρασε στην κυριαρχία του Αλή πασά μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών, στις 16 Δεκεμβρίου του 1803 όταν αναγκάσθηκαν να συνθηκολογήσουν μετά από μια τετράχρονη πολιορκία. Κατά την παράδοση πιθανόν να συνετέλεσε σ΄ αυτό και η προδοσία του Πήλιου Γούση. Φρούριο της Κιάφας Το φρούριο της Κιάφας, χαλκογραφία του H.Holland Μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών, ο Αλή Πασάς αναγνωρίζοντας τη στρατηγική και περίοπτη θέση της Κιάφας ανήγειρε επ΄ αυτής ένα επιβλητικό φρούριο σχήματος παραλληλογράμμου κατά διεύθυνση Βορρά – Νότου, καλύπτοντας όλο το άπλωμα της κορυφής. Το εν λόγω φρούριο έφερε δύο τοξοειδείς εισόδους, πολυγωνικούς ακραίους προμαχώνες, περιμετρικές επάλξεις, κανονοθυρίδες, αντερείσματα καθώς και επιτείχιους οχετούς (ζεματίστρες).
Εσωτερικά εκτός από τις απαραίτητες εγκαταστάσεις στρατωνισμού της φρουράς, αποθηκών, πυριτιδαποθηκών, δεξαμενών κλπ οικοδομήθηκε σπουδαίος ξενώνας για τον Αλή πασά μέρος του οποίου ήταν ορατό από μεγάλη απόσταση. Η ανέγερση του φρουρίου της Κιάφας φέρεται να εξυπηρέτησε περισσότερο το εγωιστικό πάθος του Αλή πασά ως κυρίαρχου του άλλοτε ορμητηρίου των Σουλιωτών και όχι ότι στρατιωτικές ανάγκες της εποχής επέβαλαν αυτή. Τούτο συνάγεται με δεδομένα αφενός ότι η απρόσιτη αυτή περιοχή δεν ήταν παραμεθόριος του πασαλικίου και αφετέρου, μετά την αποχώρηση των Σουλιωτών το ιστορικό τετράκωμο είχε αποδοθεί σε Τουρκαλβανούς εποίκους που νέμονταν πλέον τα 60 χωριά της περιοχής. Μετά την ανταρσία του Αλή πασά, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ κάλεσε τους Σουλιώτες, που είχαν καταφύγει στα Επτάνησα, να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη τους και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τα σουλτανικά στρατεύματα κατά του Αλή πασά. Έτσι μετά από 17 χρόνια εξορίας οι Σουλιώτες επιστρέφουν στα Ιωάννινα, πλην όμως γενόμενοι στη συνέχεια μισθοφόροι σύμμαχοι του πρώην διώκτη τους Αλή πασά, στις 8 Δεκεμβρίου του 1820 εισήλθαν αμαχητί στο φρούριο της Κιάφας γενόμενοι δεκτοί από τον φρούραρχο Μουρτοτζάλη.
Οι Σουλιώτες με κέντρο δράσης το φρούριο αυτό και ενισχυθέντες με 1500 τουρκαλβανούς προσκείμενους στον Αλή πασά κατάφεραν μέσα σε πέντε μήνες όχι μόνο να αποκατασταθούν πλήρως στα πάτρια εδάφη τους αλλά και να εκκενώσουν ολόκληρη την περιοχή του Σουλίου από τα σουλτανικά στρατεύματα του Ισμαήλ Πασόμπεη. Δυστυχώς όμως για τους ίδιους οι δυσμενείς εξελίξεις που ακολούθησαν το επόμενο έτος 1822 τους ανάγκασαν για δεύτερη φορά να εγκαταλείψουν τα πατρογονικά τους εδάφη λίγο μετά την ατυχή έκβαση της μάχης του Πέτα. Έκτοτε καμία ιδιαίτερη δραστηριότητα δεν σημειώθηκε στο φρούριο αυτό μέχρι την απελευθέρωση της όλης περιοχής από τον ελληνικό στρατό κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο.
Πηγή: Wikipedia